-
1 κήδευμα
κήδευμα, τό, Verwandtschaft durch Heirath, Verschwägerung, Plat. Legg. VI, 773 b, wie Eur. Med. 75, παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων. – Poetisch = κηδεστής; ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα Soph. O. R. 85; Eur. Or. 477.
-
2 κηδευμα
- ατος τό1) родственная связь (по жене), свойство2) свойственник, родня(ὦ χαῖρε Μενέλεως, κ. ἐμόν Eur.)